ψαχούλεμα

ψαχούλεμα
το обшаривание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ψαχούλεμα" в других словарях:

  • ψαχούλεμα — έματος, το, Ν [ψαχουλεύω] 1. η ενέργεια τού ψαχουλεύω, επίμονη αναζήτηση, ψάξιμο 2. (κυρίως) ψαύση, άγγιγμα, πασπάτεμα 3. μτφ. ερωτική θωπεία. ψαχουλεύω Ν 1. ερευνώ επίμονα για να βρω κάτι 2. αναζητώ κάτι με την αφή, ψηλαφώ, πασπατεύω 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • ψαχούλεμα — το, ατος 1. αναζήτηση, ψάξιμο, έρευνα. 2. πασπάτεμα, ψηλάφηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πασπάτεμα — το [πασπατεύω] ψαχούλεμα, ψηλάφηση …   Dictionary of Greek

  • χαρχάλεμα — το, Ν [χαρχαλεύω] ψαχούλεμα …   Dictionary of Greek

  • ψηλάφηση — η η ενέργεια του ψηλαφώ, ψηλάφισμα, ψαχούλεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»