- ψαχούλεμα
- το обшаривание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψαχούλεμα — έματος, το, Ν [ψαχουλεύω] 1. η ενέργεια τού ψαχουλεύω, επίμονη αναζήτηση, ψάξιμο 2. (κυρίως) ψαύση, άγγιγμα, πασπάτεμα 3. μτφ. ερωτική θωπεία. ψαχουλεύω Ν 1. ερευνώ επίμονα για να βρω κάτι 2. αναζητώ κάτι με την αφή, ψηλαφώ, πασπατεύω 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
ψαχούλεμα — το, ατος 1. αναζήτηση, ψάξιμο, έρευνα. 2. πασπάτεμα, ψηλάφηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πασπάτεμα — το [πασπατεύω] ψαχούλεμα, ψηλάφηση … Dictionary of Greek
χαρχάλεμα — το, Ν [χαρχαλεύω] ψαχούλεμα … Dictionary of Greek
ψηλάφηση — η η ενέργεια του ψηλαφώ, ψηλάφισμα, ψαχούλεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)